κασκαβάλι

κασκαβάλι
το
(λ. ιταλ.), κασέρι: Της αρέσει το κασκαβάλι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κασκαβάλι — το 1. κασέρι 2. ναυτ. α) είδος μεταλλικής περόνης που συγκρατεί το καρφί, εφηλίδα β) το σχαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kaşkaval ή ιταλ. cacio cavallo] …   Dictionary of Greek

  • κασέρι — το είδος σκληρού τυριού που παρασκευάζεται κυρίως από ανάμικτο γάλα προβάτου και αγελάδας, αλλ. κασκαβάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kaser] …   Dictionary of Greek

  • σχαστήριο — το / σχαστήριον, ΝΜ νεοελλ. ναυτ. τετραγωνικό, ξύλινο ή μεταλλικό, τεμάχιο που διαπερνά το επιστήλιο κοντά στη βάση του και τό συγκρατεί στο θωράκιο, κν. κασκαβάλι μσν. είδος χειρουργικού μαχαιριδίου, νυστέρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχάζω + επίθημα τήριον …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

  • caşcaval — CAŞCAVÁL, caşcavaluri, s.n. 1. Specie de brânză fină, tare, în formă de turte sau de roţi, preparată din caş de lapte de oaie (mai rar de vacă). ♢ expr. (fam.) A se întinde la caşcaval = a avea pretenţii exagerate. 2. (mar.) Pană metalică… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”